συννήω

συννήω
Α
βλ. συννέω (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συννέω — (I) Α κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»]. (II) και ιων. τ. συννήω Α συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”